- καταυχένιος
- κατ-αυχένιος, ον,A on or over the neck,
πλόκαμοι AP5.72
(Rufin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλόκαμοι AP5.72
(Rufin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… … Dictionary of Greek
καταυχενίοις — καταυχένιος on masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυχενίους — καταυχένιος on masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)